Συνέντευξη του Προέδρου της Νομοπαρασκευαστικής Επιτροπής Σύνταξης του νέου Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, Θεοχάρη Δαλακούρα.
Σε μια άκρως εποικοδομητική συνέντευξη ο κ. Θεοχάρης Δαλακούρας, Καθηγητής Ποινικού Δικονομικού Δικαίου της Νομικής Σχολής του Δημοκριτείου Πανεπιστημίου Θράκης και Πρόεδρος της Νομοπαρασκευαστικής Επιτροπής Σύνταξης του νέου Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, αναλύει στη «ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ» τις σημαντικότερες ρυθμίσεις που αφορούν τη δικαστηριακή πρακτική στην απονομή της ποινικής δικαιοσύνης, βάσει των νέων ρυθμίσεων της Ποινικής Δικονομίας.
1. Τη χρονιά που διανύσαμε ψηφίστηκε και ήδη ισχύει από 01/07/2019 ο νέος Κώδικας Ποινικής Δικονομίας, αντικαθιστώντας τον παλαιό ΚΠΔ ο οποίος ίσχυε για σχεδόν 70 χρόνια. Ποια η θέση σας για την καθυστέρηση που υπήρξε στην θέσπιση νέου κώδικα, αν αναλογιστούμε ότι οι προσπάθειες ξεκίνησαν το 1993 από τον αείμνηστο Καθηγητή Ιωάννη Μανωλεδάκη;
Η ανάγκη μιας συνολικής αναμόρφωσης του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας ήταν πρόδηλη ήδη από τη δεκαετία του 1990. Ήδη από τότε πρόβαλλε, παράλληλα με την αξίωση επικαιροποίησης και εναρμόνισης των διατάξεών του με τα σύγχρονα δεδομένα της ευρωπαϊκής δικαιοταξίας, η ανάγκη σύνταξης ενός ολοκληρωμένου σύγχρονου δικαιοκρατικού νομοθετήματος. Οι ειδικότερες προσπάθειες δεν ευοδώθηκαν, ωστόσο, είτε γιατί συνάντησαν έντονες επιστημονικές αντιρρήσεις είτε γιατί επιλέχθηκε σε πολιτικό επίπεδο η προώθηση διαδοχικών τροποποιήσεων του ΚΠΔ με υλικό των Σχεδίων ΚΠΔ. Η συνθετότητα του έργου των Νομοπαρασκευαστικών Επιτροπών δεν προσφέρεται, άλλωστε, ούτε για γρήγορες λύσεις ούτε για «επικοινωνιακή νομοθετική πολιτική». Το πλήρωμα του χρόνου ήρθε, επομένως, όταν η ανάγκη αναμόρφωσης του ΚΠΔ συνδέθηκε ευθέως με την ανάγκη αποσυμφόρησης δικαστικής ύλης και την προώθηση νέων θεσμών στην ποινική δίκη, ώστε να καταστεί δυνατή η υπέρβαση διαχρονικών αγκυλώσεων της ποινικής δικονομικής πραγματικότητάς μας. Αγκυλώσεων που είχαν οδηγήσει αφενός στην αδυναμία εκδίκασης των υποθέσεων σε εύλογο χρόνο λόγω της υπερφόρτωσης των ανακριτικών γραφείων και των ακροατηρίων με υποθέσεις και αφετέρου στην προώθηση αβέβαιης αποτελεσματικότητας νομοθετικών ρυθμίσεων για την επιδιωκόμενη επιτάχυνση της διαδικασίας.
2. Ποιες είναι οι καθοριστικές αλλαγές που πραγματοποιήθηκαν από την Επιτροπή σας και καθιστούν το Σχέδιο που υποβλήθηκε εκ μέρους σας (και σήμερα είναι ο νέος ΚΠΔ) ουσιωδώς διαφορετικό από το αντίστοιχο της Επιτροπής Μανωλεδάκη;
Οι καθοριστικές αλλαγές του νέου Κώδικα μπορούν να συνοψιστούν με την αναφορά των εξής σημείων που αποτελούν την απαρχή για τη δημιουργία μιας νέας εικόνας του ποινικού μας συστήματος, η οποία:
α) ενδυναμώνει τη θεσμική διάσταση των δικαστικών προσώπων, κατοχυρώνοντας έτι περαιτέρω την ανεξαρτησία και αμεροληψία τους,
β) ενισχύει το ρόλο και τα δικαιώματα των διαδίκων, αναδεικνύοντας μια καθαρότερη και ουσιαστικότερη συνεισφορά τους στην προώθηση των σταδίων της δίκης και στη δικαιότητά της,
γ) επαυξάνει το θεσμικό ρόλο του συνηγόρου, κατοχυρώνοντας πληρέστερα την εγγυητικού χαρακτήρα συμμετοχή του στη δίκη και εξοπλίζοντάς τον με περαιτέρω δικονομικές δυνατότητες και εξασφαλίσεις της απρόσκοπτης λειτουργίας του,
δ) προωθεί την ταχύτερη εκδίκαση των υποθέσεων με την εισαγωγή νέων εναλλακτικών θεσμών, όπως της αποχής από τη δίωξη, της ποινικής διαταγής, της ποινικής συνδιαλλαγής και της ποινικής διαπραγμάτευσης,
ε) εξισορροπεί την κατανομή δικαστικής ύλης στα στάδια της δίκης ανάλογα με τη βαρύτητα, σημαντικότητα και την αποδειξιμότητά της,
στ) συστηματοποιεί τους θεσμούς της προδικασίας και της ενδιάμεσης διαδικασίας, διευρύνοντας τον ρόλο του εισαγγελέα, επεκτείνοντας το πεδίο εφαρμογής της προκαταρκτικής εξέτασης και καθιστώντας κανόνα την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο με βούλευμα του συμβουλίου πλημμελειοδικών,
ζ) ενσωματώνει τις σύγχρονες δικαιοκρατικές αξιώσεις της ευρωπαϊκής δικαιοταξίας, διευρύνοντας και επικαιροποιώντας συγκεκριμένους θεσμούς και δικονομικές αξιώσεις και
η) προωθεί εν τέλει σε μεγαλύτερο βαθμό την εμπέδωση της εμπιστοσύνης των κοινωνών στο σύστημα απονομής της ποινικής μας Δικαιοσύνης.
Η νέα αυτή εικόνα της ποινικής διαδικασίας παρέχει από τη μια μεριά σημαντικές δυνατότητες ταχείας διεξαγωγής της δίκης με τη θέσπιση των διαδικασιών αποκαταστατικής και συμβιβαστικής δικαιοσύνης, οι οποίες χωρίς να παραβιάζουν την αρχή του κράτους δικαίου προσβλέπουν στην αποσυμφόρηση δικαστικής ύλης. Από την άλλη μεριά προωθεί στο πλαίσιο της τακτικής διαδικασίας την ενδυνάμωση του δίκαιου χαρακτήρα της δίκης και την ενίσχυση των δικονομικών ρόλων, έτσι ώστε να εξασφαλίζεται η εμπιστοσύνη των κοινωνών που επιδιώκουν το δίκιο τους στο πλαίσιο της παραδοσιακής δίκης. Την ίδια ανάγκη εξυπηρετούν και όλες οι επιμέρους τροποποιήσεις των διατάξεων που επικαιροποιούν τις δικαιικές αξιώσεις και εκσυγχρονίζουν τον μηχανισμό απονομής της Δικαιοσύνης.
3. Παρατηρώντας κάποιος συνολικά το νέο ΚΠΔ καταλαβαίνει ότι έγινε μια πάρα πολύ προσεκτική δουλειά από την Επιτροπή Σύνταξης, η οποία και προσπάθησε με την ανάλογη νομοθετική πρωτοβουλία να θέσει νέες βάσεις στην απονομή της ποινικής δικαιοσύνης. Θεωρείται ότι πράγματι επιτεύχθηκε ο σκοπός του εκσυγχρονισμού της ποινικής δίκης;
Η επίτευξη του σκοπού του εκσυγχρονισμού της ποινικής δίκης οφείλει να συνδεθεί ευθέως με την αποτελεσματικότητα των νέων θεσμών, τη δικαιότητα της ποινικής διαδικασίας και την αξιοπιστία του συστήματος απονομής ποινικής δικαιοσύνης. Σε επίπεδο νομοθέτησης ο σκοπός αυτός επιτεύχθηκε πλήρως, αφού ο νέος κώδικας αντανακλά πλήρως τις σύγχρονες απαιτήσεις δικαιοκρατικότητας και προωθεί με σαφήνεια και πληρότητα τόσο τους δικονομικούς ρόλους όσο και τις διαδικασίες δίκαιης εκδίκασης των υποθέσεων. Καθώς, δηλαδή, σε ευρωπαϊκό επίπεδο ο νέος κώδικας εξασφαλίζει συγκριτικά με την πλειοψηφία των παλαιότερων κωδίκων των άλλων ευρωπαϊκών χωρών σε μεγαλύτερο βαθμό τη δικαιότητα της ποινικής δίκης, μένει να αποδειχθεί σε βάθος χρόνου και η αποτελεσματικότητα του νέου κώδικα και ιδίως των νέων θεσμών κατά τη «διαχείριση» της πληθωρικής δικαστικής ύλης. Την κατοχύρωση των δικαιωμάτων των διαδίκων και της δικαιότητας σε όλα τα στάδια της δίκης την καθιστά ορατή ακόμα και η πρώτη ανάγνωση των σχετικών ρυθμίσεων, αφού σε όλο το φάσμα της δίκης προτάσσεται η ενημέρωση των δικαιωμάτων των διαδίκων, η διαφύλαξη των προσωπικών τους δεδομένων, η αξιοποίηση των ελεγχόμενων μόνον αποδείξεων, η πλήρης συμμετοχή τους στην εξέλιξη της δίκης και ο πληρέστερος έλεγχος της ορθότητας του αποτελέσματος της δίκης.
4. Από τις νέες ρυθμίσεις ποια θεωρείται ότι είναι αυτή που θα επιφέρει τομή στις διαδικασίες που ακολουθούνταν με τον προισχύσαντα ΚΠΔ.
Αν εξαιρέσει κανείς την κεντρική τομή που επήλθε με την εισαγωγή των νέων θεσμών αποκαταστατικής και συμβιβαστικής δικαιοσύνης, οι ρυθμίσεις του νέου κώδικα επέφεραν πολλαπλές μερικότερες τομές που στο σύνολό τους προσέδωσαν μια νέα φυσιογνωμία στην ποινική δίκη. Στην κατεύθυνση αυτή ήταν εύλογη η αξίωση ενίσχυσης της ελεγξιμότητας της διαδικασίας με την αναδιατύπωση του άρθρου 177 παρ. 1 σε σχέση με την υποχρέωση των δικαστών «να αποφασίζουν κατά την πεποίθησή τους, αιτιολογώντας πάντοτε ειδικά και εμπεριστατωμένα με ποια αποδεικτικά μέσα και με ποιους συλλογισμούς σχημάτισαν τη δικανική τους κρίση». Η ρύθμιση αυτή καλείται – αναδεικνύοντας περαιτέρω τις απαιτήσεις των άρθρων 139 ΚΠΔ και 93 παρ. 3 Σ. – να συμβαδίσει με εκείνες τις σύγχρονες αποτυπώσεις της νομολογίας του Αρείου Πάγου που αφίστανται από την «επάρκεια» της ενδεικτικής απαρίθμησης των αποδεικτικών μέσων και θέλουν τη θεμελίωση μιας πείθουσας αιτιολογίας. Εξίσου εύλογη ήταν η αξίωση ενημέρωσης στο πλαίσιο του άρθρου 95 που περιλαμβάνει την εκεί αναφερόμενη πεντάδα των αξονικών δικαιωμάτων, ήγουν: α) του δικαιώματος παράστασης με συνήγορο, β) του δικαιώματος παροχής δωρεάν νομικών συμβουλών, γ) του δικαιώματος ενημέρωσης σχετικά με την κατηγορία, δ) του δικαιώματος διερμηνείας και μετάφρασης και ε) του δικαιώματος σιωπής και μη αυτοενοχοποίησης. Σημαντική παρέμβαση αποτελούν και οι διατάξεις αφενός του άρθρου 102 για το δικαίωμα αίτησης διεξαγωγής αποδείξεων και αφετέρου του άρθρου 343, με το οποίο θεσπίστηκε το δικαίωμα του κατηγορουμένου να ζητεί από το δικαστήριο τον αναγκαίο χρόνο προετοιμασίας για την αντίκρουση της κατηγορίας, «αν από την αποδεικτική διαδικασία προκύψουν νέες περιστάσεις, οι οποίες θα μπορούσαν να συνδεθούν με επιτρεπτή μεταβολή της». Ειδικής αναφοράς χρήζουν όμως τόσο οι διατάξεις των άρθρων 254 και 255 για τις ειδικές ανακριτικές πράξεις όσο και οι διατάξεις για τα αποδεικτικά μέσα και τα μέτρα δικονομικού καταναγκασμού που αναμορφώθηκαν σε μεγάλο βαθμό. Εύλογα, άλλωστε, αφού η συνθετότητα και πολυπλοκότητα των εγκλημάτων δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί δικονομικά με δικονομικές διατάξεις του παρελθόντος.
5. Διαβάζοντας την Αιτιολογική Έκθεση της Επιτροπής, θεωρώ ότι προβήκατε σε εκτενή αναδιαμόρφωση της προκαταρκτικής εξέτασης η οποία και αναβαθμίζεται στα πλαίσια της νέας Ποινικής Δικονομίας. Από την Αιτιολογική Έκθεση καταλαβαίνει κανείς ότι προσπαθήσατε να «ακολουθήσετε» πρακτικές άλλων ευρωπαϊκών κρατών. Συγκεκριμένα το ερώτημα που τίθεται είναι τι επιδιώκεται με τη διενέργεια των (περισσότερων) ανακριτικών πράξεων που λάμβαναν χώρα στο πλαίσιο της προδικασίας, τώρα πια και στην προκαταρκτική εξέταση. Και ποιο το κριτήριο αποκλεισμού κάποιων ανακριτικών πράξεων από το χώρο της προκαταρκτικής;
Με αφετηριακή αναφορά στη διάταξη του άρθρου 43 παρ. 1 εδ. β΄, που καθόρισε το πεδίο υποχρεωτικής εφαρμογής της προκαταρκτικής εξέτασης, επεκτείνοντάς το από τα κακουργήματα και στα πλημμελήματα αρμοδιότητας Τριμελούς Πλημμελειοδικείου, η προκαταρκτική εξέταση ρυθμίστηκε αναλυτικά και αυτοτελώς στο δεύτερο κεφάλαιο του τρίτου Βιβλίου στις αναθεωρημένες διατάξεις των άρθρων 243 και 244. Διεξοδικότερα, στην παρ. 1 του άρθρου 243 προβλέφθηκε ως σκοπός της προκαταρκτικής εξέτασης «η συλλογή των αναγκαίων αποδεικτικών στοιχείων για να αποφασισθεί αν πρέπει να κινηθεί η ποινική δίωξη». Τούτο προέκυπτε μεν εν μέρει από την προϊσχύσασα διάταξη του άρθρου 31, δομήθηκε ωστόσο πληρέστερα στην ισχύουσα παρ. 1 του άρθρου 243 και απέκτησε συστηματική υφή. Παράλληλα, θεσπίστηκε στο εδ. β΄ της παρ. 1 του άρθρου 243 για πρώτη φορά στο πλαίσιο της προκαταρκτικής εξέτασης η δυνατότητα διενέργειας όλων των μη στερητικών της προσωπικής ελευθερίας ανακριτικών πράξεων, όπως προκύπτει από τη διατύπωση «κατά την προκαταρκτική εξέταση μπορούν να χρησιμοποιηθούν όλα τα αναφερόμενα στο άρθρο 178 αποδεικτικά μέσα και να διενεργηθούν όλες οι ανακριτικές πράξεις των άρθρων 253, 256, 257, 260-269 καθώς και όσες προβλέπονται σε ειδικούς νόμους». Με τη ρύθμιση αυτή επιδιώκεται η πληρέστερη διερεύνηση των φερόμενων ως τελεσθεισών πράξεων στο αρχικό στάδιο της ανακριτικής διερευνητικής διαδικασίας που θα επιτρέψει την ταχύτερη συλλογή αποδείξεων και εν ταυτώ την εκφορά βασιμότερης εισαγγελικής κρίσης για την κίνηση ή μη της ποινικής δίωξης. Συνάμα, όμως, επιδιώκεται και η ελάφρυνση της ανάκρισης, καθόσον κατά τα διαλαμβανόμενα στο άρθρο 248 παρ. 2 ο ανακριτής μπορεί να μην επαναλάβει τις διενεργηθείσες ανακριτικές πράξεις της προκαταρκτικής εξέτασης, αν θεωρήσει ότι αυτό δεν είναι αναγκαίο για τη νομιμότητά τους ή την πληρέστερη διερεύνηση της υπόθεσης.
Όσον αφορά το ζήτημα σχετικά με το κριτήριο αποκλεισμού κάποιων ανακριτικών πράξεων από το χώρο της προκαταρκτικής, η απάντησή του βασίζεται στην αυξημένη αξίωση προστασίας της προσωπικής ελευθερίας, η οποία δεν ανέχεται τη στέρηση της προσωπικής ελευθερίας σε πρόσωπα στα οποία δεν έχουν ακόμα καταστεί κατηγορούμενοι. Πάντως, πρέπει να αναφερθεί ότι η σύγχρονη τάση στον ευρωπαϊκό χώρο είναι να επεκτείνονται και στους υπόπτους οι δυνατότητες επιβάρυνσής τους με δικονομικά μέτρα και κατ’ αντιστοιχία οι δυνατότητες αντίδρασής τους σε αυτά με δικονομικά δικαιώματα. Τελευταίο παράδειγμα αποτελεί η προβλεπόμενη πλέον στην παρ. 1 του άρθρου 243 (που προστέθηκε με το άρθρο 7 παρ. 26 του Ν. 4637/2019) δυνατότητα διενέργειας ειδικών ανακριτικών πράξεων, μετά από έγγραφη παραγγελία του εισαγγελέα, στο πλαίσιο προκαταρκτικής εξέτασης για τις πράξεις των άρθρων 187 και 187Α του ΠΚ. Η προσθήκη αυτή ήταν υποχρεωτική και συνδεόταν με την κύρωση της «Σύμβασης του Συμβουλίου της Ευρώπης για την πρόληψη της τρομοκρατίας και του Πρωτοκόλλου του Συμβουλίου της Ευρώπης για την τροποποίηση της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την καταστολή της τρομοκρατίας, και συναφείς διατάξεις». Κατά την εναρμόνιση, ωστόσο, λήφθηκε μέριμνα από την Αναθεωρητική Επιτροπή, ώστε η προσθήκη να μην αποκλίνει από τις γενικές προϋποθέσεις και το πνεύμα της διάταξης του άρθρου 254 που ρυθμίζει τη λήψη των ειδικών ανακριτικών πράξεων. Διαφορετικά θα είχαμε για την ίδια στόχευση (δηλ. την καταπολέμηση της τρομοκρατίας) δύο διαφορετικές ρυθμίσεις (αφενός αυτή του άρθρου 254 και αφετέρου αυτή του άρθρου 243) με διαφορετικές προϋποθέσεις που θα δημιουργούσαν διαφορετικές ταχύτητες και εν τέλει σύγχυση.
6. Με το νέο ΚΠΔ εισήχθησαν νέοι θεσμοί στην ποινική δικονομία (αποχή από την ποινική δίωξη, ποινική διαταγή, ποινική συνδιαλλαγή, ποινική διαπραγμάτευση). Ποια η σκοπιμότητα αυτών; Θεωρείται ότι μπορούν οι νέοι αυτοί θεσμοί να ανταπεξέλθουν, μιας και είναι κάτι πρωτόγνωρο για την Ελληνική ποινική δικονομία;
Στις νεότερες τάσεις εναλλακτικής απονομής της ποινικής δικαιοσύνης ανήκει και η θέσπιση διαδικασιών αποκαταστατικής δικαιοσύνης, όπως της ποινικής συνδιαλλαγής. Η εισαγωγή του θεσμού αυτού, που σε ορισμένες περιπτώσεις καθίσταται επιτακτική (όπως λ.χ. στις περιπτώσεις που αφορά το άρθρο 10 της από 15/3/2001 Απόφασης – Πλαισίου 2001/220/ΔΕΥ σχετικά με το καθεστώς των θυμάτων σε ποινικές διαδικασίες), υλοποιεί τη δυνατότητα απονομής ποινικής δικαιοσύνης με γνώμονα τη βούληση των διαδίκων. Προς τούτο προϋποτίθεται, βέβαια, η κατάλληλη κατάστρωση του δικονομικού μηχανισμού και της συναφούς διαδικασίας, έτσι ώστε να συμπεριλαμβάνει και τέτοιους εναλλακτικούς τρόπους εκδίκασης των εγκλημάτων, οι οποίοι να εντάσσονται συστηματικά και να υπακούουν στον ίδιο σκοπό της δίκης. Συνάμα προϋποτίθεται ο ακριβής καθορισμός των εγκλημάτων που θα επιτρέπουν τη δυνατότητα συνδιαλλαγής, έτσι ώστε να εξειδικεύεται το πεδίο εφαρμογής της.
Περαιτέρω, η μέχρι τώρα εισαγωγή ειδικότερων μορφών ποινικού συμβιβασμού στο ελληνικό ποινικό δικονομικό σύστημα, όπως η ποινική διαπραγμάτευση, υπήρξε προβληματική στο βαθμό που αντιμετωπιζόταν ως ξένο σώμα και ρωγμή στην παραδοσιακή μορφή της δίκης. Εύλογο ήταν κατά τούτο να προταχθεί μια επιφυλακτική προώθηση του θεσμού αυτού στον νέο κώδικα, με την επίγνωση ότι η εφαρμογή του θα εξαρτηθεί από τη συνδρομή συγκεκριμένων προϋποθέσεων και από αλλαγή νοοτροπίας του συνόλου των παραγόντων της δίκης. Πάντως, ευρεία εφαρμογή έχουν επιφυλάξει τα τελευταία χρόνια στο θεσμό της ποινικής διαπραγμάτευσης πολλές έννομες τάξεις της ηπειρωτικής Ευρώπης, όπως εσχάτως η Γερμανία (§ 257c StPO – BT-Drs. 65/2009) και προηγουμένως η Αυστρία (§ 194, 208 ÖstStPO –BGBl I 2004/19), παλαιότερα η Ισπανία και Γαλλία, κυρίως όμως η Ιταλία το 1991 με μια δέσμη συμβιβαστικών διαδικασιών αντίστοιχων του αγγλοαμερικανικού δικαίου.
Tέλος, εξίσου ευμεγέθη ορίζοντα εμφανίζει στις ευρωπαϊκές έννομες τάξεις η τάση διεύρυνσης της εφαρμογής του θεσμού της αποχής από την ποινική δίωξη. Ο εν λόγω θεσμός, που προσδίδει ουσιαστικό περιεχόμενο στην αρχή της σκοπιμότητας, εγγράφεται ως μία εκ των προσφορότερων λύσεων για την αποσυμφόρηση των πινακίων των δικαστηρίων από υποθέσεις ήσσονος σημασίας ή ειδικών χαρακτηριστικών. Η μέχρι τώρα εισαγωγή του θεσμού αυτού στο πεδίο της μικρής ή μεσαίας εγκληματικότητας των ανηλίκων (άρθρο 45Α ΚΠΔ) επεκτάθηκε στον νέο κώδικα με σύνεση και σε άλλες περιπτώσεις (κατά το πρότυπο των ρυθμίσεων λ.χ. των §§ 153, 153a-f και 155a του γερμανικού ΚΠΔ (βλ. της § 191 του Αυστριακού ΚΠΔ αλλά και των άρθρων 41-1 και 41-2 του Γαλλικού ΚΠΔ. Ιδιαίτερα συνιστάται, μάλιστα, για τη μείωση του δικαστικού φόρτου, η επιλογή προσωρινής διακοπής της διαδικασίας και η εξάρτηση της οριστικής ανάλωσης της ποινικής αξίωσης της πολιτείας από την εκπλήρωση συγκεκριμένων όρων ή καθηκόντων εκ μέρους του κατηγορουμένου για πλημμέλημα.
Το ίδιο ισχύει και για τη συνοπτική διαδικασία της ποινικής διαταγής που εισάγεται με τις διατάξεις των άρθρων 409 έως 416. Μια ατελή μορφή της διαδικασίας αυτής προέβλεπε και ο προϊσχύσας ΚΠΔ στα άρθρα 414 έως 416 για τα πταίσματα και στο άρθρο 427 για τα πλημμελήματα, η εφαρμογή της οποίας ωστόσο στην πράξη δεν ήταν επιτυχής. Η διαδικασία έκδοσης ποινικής διαταγής διαφοροποιείται σαφώς από τις διαδικασίες της συνδιαλλαγής ή της διαμεσολάβησης, αφού σε αυτήν δεν υφίσταται συγκατάθεση του κατηγορουμένου για την ενεργοποίησή της ούτε προκαταβολική αποδοχή της έκβασής της, αλλά έκδοση απόφασης ερήμην του, την οποία ο κατηγορούμενος δικαιούται να μην την αποδεχθεί και να την προσβάλλει εκ των υστέρων, οδηγώντας την υπόθεση στο ακροατήριο και σε εκδίκασή της με βάση τις διατάξεις της τακτικής διαδικασίας. Παρά την ιδιαιτερότητα αυτή, η διαδικασία της έκδοσης ποινικής διαταγής είναι ευρύτατα διαδεδομένη στον ευρωπαϊκό χώρο. Αν, μάλιστα, αναλογισθεί κανείς ότι στη χώρα μας η ύλη που εντάσσεται στο πεδίο εφαρμογής της ποινικής διαταγής αποτελεί την ύλη που συνιστά τα τελευταία χρόνια τη συνήθη ύλη των κρυπτοαμνηστευτικών νομοθετικών παρεμβάσεων της υφ’ όρον παραγραφής, προβάλλει ως καθαρότερη λύση η εφαρμογή ενός δικαστικού θεσμού που θα στοχεύσει στην αποσυμφόρηση δικαστικής ύλης αλλά και γραμματειακού έργου από τα εισαγγελικά γραφεία, χωρίς να προβάλλει τον χαριστικό και εν πολλοίς πολιτικό χαρακτήρα της κρυπτοαμνηστείας που διασπά τη δικανική μορφή.
7.Παρατηρούμε ότι σε χώρες του εξωτερικού οι ως άνω αναφερόμενοι θεσμοί επιτυγχάνουν στα μέγιστα το σκοπό τους. Για παράδειγμα στην Γερμανία βάσει στατιστικών μελετών που πραγματοποιήθηκαν ο θεσμός της ποινικής διαταγής έχει 64% επιτυχία. Κάτι ανάλογο μπορεί να συμβεί στην Ελλάδα με τις ρυθμίσεις που έγιναν στον νέο ΚΠΔ ή το ποσοστό αυτό θεωρείται απλησίαστο για την Ελληνική πραγματικότητα;
Όλες οι εν λόγω σύγχρονες τάσεις δόμησης και εξέλιξης της ποινικής δίκης αποτέλεσαν όχι μόνον αντικείμενο διεξοδικών συζητήσεων στο πλαίσιο της Νομοπαρασκευαστικής Επιτροπής, αλλά και αντικείμενο νομοθέτησης, με την οποία σκοπήθηκε η θέσμιση ενός σύχρονου δικονομικού συστήματος που θα υπερβαίνει κατά την εφαρμογή του τόσο τις αγκυλώσεις του παρελθόντος σε σχέση με την παραδοσιακή μορφή του όσο και τις εμμονές σε μια πεπατημένη οδό εφαρμογής και απονομής δικαιοσύνης. Με τους νέους θεσμούς επιδιώκεται η αλλαγή νοοτροπίας κατά την αντιμετώπιση των δικών, η αλλαγή παραδείγματος, ώστε να προτάσσεται η ωφελιμότητα των μερών και η αποτελεσματικότητα του συστήματος. Καθώς, βέβαια, η αλλαγή νοοτροπίας θέλει τον χρόνο της και θέλει και την αναγκαία επιμόρφωση των παραγόντων της δίκης και ιδίως των συνηγόρων και των εισαγγελέων, η επίτευξη υψηλών ποσοστών από την πρώτη περίοδο εφαρμογής των νέων θεσμών δεν είναι αναμενόμενη. Το θετικό εν προκειμένω είναι ωστόσο ότι σε όλους τους θεσμούς υπάρχει μια κινητικότητα και ιδίως οι θεσμοί της αποχής από τη δίωξη με όρους και της ποινικής διαπραγμάτευσης αρχίζουν να απασχολούν αρκετά τη σύγχρονη νομική κοινότητα.
8. Θεωρείται ότι οι πρόσφατες επεμβάσεις (του Αυγούστου και του Νοεμβρίου) στο νέο ΚΠΔ αντιβαίνουν ή αλλοιώνουν την αρχική του φύση;
Ως αλλοίωση της αρχικής φύσης του νέου ΚΠΔ οφείλει να θεωρηθεί μόνον η επέμβαση με τις διατάξεις των άρθρων 13 και 14 του Ν. 4637/2019. Διότι οι μεμονωμένες αυτές ρυθμίσεις επανέφεραν ρυθμίσεις του προηγούμενου Κώδικα την τελευταία στιγμή, ύστερα από την περάτωση της διαβούλευσης και κυρίως χωρίς να τεθούν υπόψη της αναθεωρητικής επιτροπής, πλήττοντας ευθέως τη συστηματική ενότητα του νομοθετήματος. Τέτοια πλήγμα συνιστά τόσο η απάλειψη από το γράμμα του άρθρου 14 ΚΠΔ του λόγου αποκλεισμού στο πρόσωπο του εισαγγελέα, όσο και η επαναφορά της υποχρέωσης σύνταξης κατηγορητηρίου από τον ανακριτή όσο και η διεύρυνση του καταλόγου των εγκλημάτων αρμοδιότητας του εισαγγελέα διαφθοράς σε συνδυασμό με την επαναφορά της δυνατότητας χρήσης παράνομων αποδεικτικών μέσων στα οικονομικά εγκλήματα. Όλες οι εν λόγω ρυθμίσεις έλαβαν χώρα αιφνιδίως, χωρίς γνώση των μελών της Αναθεωρητικής Επιτροπής του νέου ΚΠΔ και κυρίως χωρίς να εντάσσονται σε αναθεωρητικό πλαίσιο, αφού ενσαρκώνουν προδήλως συντεχνιακού χαρακτήρα αξιώσεις ή μεμονωμένες ασυστηματικές σταθμίσεις. Η εισαγωγή της τελευταίας μάλιστα θέτει ζήτημα μη συμβατότητάς της με τις επιταγές της ευρωπαϊκής και της ενωσιακής δικαιοταξίας, αφού εισάγει την εξαίρεση της εφαρμογής του άρθρου 177 παρ. 2 ΚΠΔ στις περιπτώσεις πράξεων κακουργηματικού χαρακτήρα που υπάγονται στην αρμοδιότητα του εισαγγελέα οικονομικού εγκλήματος και του εισαγγελέα εγκλημάτων διαφθοράς, επαναφέροντας έτσι τις αντιρρήσεις αντισυνταγματικότητας που συνόδευαν την προηγούμενη ανάλογη διάταξη, καθώς ούτε ο κανόνας του άρθρο 19 παρ. 3 Σ. κάμπτεται με την επίκληση της ανάγκης εξιχνίασης οικονομικών εγκλημάτων, ούτε αυτή καθ’ εαυτήν η ανάγκη εξιχνίασης των εγκλημάτων αυτών μπορεί να δικαιολογήσει τη διαφοροποίηση των οικείων εννόμων αγαθών από τα σαφώς σημαντικότερα έννομα αγαθά λ.χ. της ζωής ή της σωματικής ακεραιότητας ή της γενετήσιας ελευθερίας.
9. Υπάρχει κάτι που θα θέλατε να επισημάνετε για τον νέο ΚΠΔ;
Ο νέος ΚΠΔ προώθησε μια πολύπλευρη μεταρρύθμιση στην κατεύθυνση ενίσχυσης της αξιακής δομής του, αλλά και της λειτουργικότητας του. Η προώθηση νέων θεσμών στο πλαίσιό του υπακούει μεν στην ανάγκη ταχείας απονομής της δικαιοσύνης, εντάσσεται ωστόσο απρόσκοπτα στη λογική ενότητα του δικονομικού συστήματος και νομιμοποιείται αναλόγως. Καθώς κανένα εγχείρημα δεν μπορεί να επιτύχει τις στοχεύσεις του, αν προηγουμένως δεν κατανοηθεί η σημασία του και οι θεσμοί του. Και καθώς η αλλαγή παραδείγματος στην ποινική δίκη απαιτεί όχι μόνον την εμπέδωση των νέων ρόλων των παραγόντων της δίκης, αλλά και την αλλαγή των προτεραιοτήτων κατά την εξέλιξη της δίκης, είναι πρόδηλο ότι ο νέος κώδικας θα καταστεί λειτουργικός, αν καταξιωθούν στην πράξη οι νέες μορφές συναινετικής και αποκαταστατικής δικαιοσύνης. Πρωτίστως, όμως, αν μακριά από μεμψιμοιρίες, στερεότυπα και βραχυχρόνιες σκοπιμότητες διεκδικήσει την εφαρμογή του με ορίζοντα τις νέες γενεές και τις νέες προκλήσεις της ευρωπαϊκής δικαιοταξίας.
Οι νέες γενεές νομικών οφείλουν να πορευτούν με αυτόν τον νέο κώδικα, να διεκδικήσουν, να αντιδικήσουν και εν γένει να συνδιαμορφώσουν αντιλήψεις στο πλαίσιό του και κατά την εφαρμογή του, έχοντας τη βεβαιότητα ότι η κατεύθυνσή του είναι δικαιοκρατική και απηχεί τις αντιλήψεις δικαιότητας που καθιστούν το δίκαιο πειστικό και λειτουργικό. Η άκρατη και άμετρη αμφισβήτηση κάθε νέου θεσμού και κάθε αναμόρφωσης νόμου υποκρύπτει σκοπιμότητες και δεν μπορεί να σηματοδοτήσει δικαιικές στοχεύσεις. Τη δίκαιη δίκη δεν είναι σε θέση να την παραγάγουν οι δικαιικές συμπεριφορές αδράνειας ή συγκάλυψης των αναγκαίων απαιτήσεων και των αξιακών προτεραιοτήτων. Η δίκαιη δίκη απαιτεί έντιμη νομοθέτηση και εφαρμογή του νομικού πλαισίου, απαιτεί συναινέσεις με ισότητα και σεβασμό των θεσμικών ρόλων και αποτελεί ζητούμενο για τη διαμόρφωση του δικαιικού οράματος ειρήνευσης των κοινωνών και εμπιστοσύνης τους στην απονομή της Δικαιοσύνης.